- παρασφραγισμός
- ὁ, Α [παρασφραγίζω]1. η σφράγιση, το σφράγισμα με σφραγίδα πάνω σε κάτι2. παραποίηση, παραχάραξη, κιβδήλευση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρασφραγισμούς — παρασφραγισμός sealing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)